ηλιόλουτρο

ηλιόλουτρο
το ιατρ.
η έκθεση μέρους ή ολόκληρου τού σώματος στον ήλιο για θεραπευτικούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο-* + λουτρό. Η λ. στον πληθ. ηλιόλουτρα μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ από τον Νικόλ. Επισκοπόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηλιόλουτρο — το ηλιοθεραπεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”