- ηλιόλουτρο
- το ιατρ.η έκθεση μέρους ή ολόκληρου τού σώματος στον ήλιο για θεραπευτικούς λόγους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο-* + λουτρό. Η λ. στον πληθ. ηλιόλουτρα μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ από τον Νικόλ. Επισκοπόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.